Από το ιστολόγιο:
Του κανενός το ρόδο (Niemandsrose)
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο, όπως έγραφε κι ο Χικμέτ μέσα απ' τις φυλακές, σήμερα είναι του Αγίου Φόβου, του ερημοφυλάκτη. Του Αγίου για όσους τον προσκυνούν. Του απατεώνα για όσους τον αντιμάχονται. Έτσι οι φοβομάχοι κήρυξαν την 7η του Φλεβάρη πόλεμο στους φοβοκλάστες. Σωστά μάντεψες, ψυχή μου. Πάλι δε τα κατάφερα να ανήκω σε κάποια από τις δυο ομάδες. Μάλλον πάσχω από belongingphobia. Αν και η συμπάθειά μου προς τους φοβομάχους είναι μάλλον φανερή. Κουβεντιάζοντάς το όμως μαζί σου, κάπου θα καταλήξω. Έτσι δεν κάνουμε πάντοτε;
Ο Άγιος Φόβος είναι ο προστάτης των αδυνάτων. Έτσι διαδίδουν οι δυνατοί και οι πιστοί τους υπηκόοι. Φυλάει τα έρημα. Όσους ζουν μετά φόβου Θεού. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου συνήθως έχουν λιγοστά και τρέμουν μη τα χάσουν. Αν έχεις πολλά, φοβάσαι λιγότερο την απώλεια. Κι αν έχεις καταστραφεί και δεν έχεις πια τίποτε να χάσεις, τότε πια είσαι επικίδυνος, όπως έλεγε στο Μοιραίο Πάθος η Ζυλιέτ Μπινός, κατεβαίνοντας τις σκάλες με το πτώμα του εραστή της να κείται νεκρό στο πάτωμα. Τότε πια όμως τότε πια έχεις απελευθερωθεί από τον φόβο. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου. Τους βλέπεις πώς διπλοκλειδώνουν τις πόρτες, πώς μισούν ό,τι κι όποιον δε γνωρίζουν, πόσο βαθιά σκύβουν στον ισχυρό, πόσο γαντζωμένοι είναι στους θεούς, πόσο σφιγμένα είναι τα χείλη τους, πόσο εγκρατείς είναι στο δόσιμό τους, πόσο επιφυλακτικό είναι το βλέμμα τους, πώς σε ζυγίζουν, πώς σε μετρούν, πώς σε υποπτεύονται, πόσους σταυρούς φορούν, πόσες βαμβακερές φανέλλες, πόσα φυλαχτά, πόσος κρύος ιδρώτας στις ράχες τους, πώς περπατούν προσεκτικά, πώς έχουν το νου τους, πώς δεν έχουν την καρδιά τους, πόσο δεν καταστρέφονται, πόσο ανέραστοι μπορούν να γίνουν, πόσο δηλητηριάζουν τα παιδιά τους, πόσο φυλάγονται από το άγνωστο. Δε θα τους έβρισκες ποτέ στο Whisky a Go Go του Los Angeles να ουρλιάζουν με τον Τζίμ Μόρρισον "The future is uncertain and the end is always near", ξορκίζοντας τον κοινό, τον πανανθρώπινο φόβο. Τον μόνο σεβαστό. Του θανάτου.
Ο φόβος. Ένα τέρας με απροσδιόριστη μορφή, όταν το βλέπεις να' ρχεται από μακριά. Όταν το βλέπεις. Όσο είναι ακόμη μακριά. Όταν παρέλθει, όταν συντελεστεί ο ερχομός του, οταν πραγματωθεί το φεύ, δεν είναι παρά ένα βίωμα. Δεν είναι παρά άλλη μια εμπειρία, συχνά μάλιστα λιγότερο πικρή από την αναπάντεχη, αυτή που δε φοβήθηκες πως θά'ρθει. Κι αργότερα, που ο χρόνος θα τα σμιλέψει όλα, θα στρογγυλέψει τις αιχμές τω γεγονότων, θα γίνει απλώς μια ανάμνηση. Ο φόβος, αυτό το πελώριο τέρας με τη θολή μορφή, παίρνει μορφή και περιεχόμενο όταν γίνει βίωμα. Ξέρεις το πρόσωπό του και συνήθως δεν σε ξεπερνά στο ανάστημα. Είναι ίσα μ' εσένα. Γι' αυτό επιβίωσες.
Όσο είναι μακριά, κάπου στο μέλλον, κάπου στη σκέψη, κάπου στη φαντασία μας, υπάρχει. Μετά φλαπ, σκάει σα μπαλόνι. Από μακριά παίρνει την τερατώδη του μορφή αυτή που σου κόβει τα γόνατα, που σε βουλιάζει στις μαύρες σκέψεις, που σε απελπιζει. Κι έπειτα, όταν περάσει, η όψη του κατά κανόνα γίνεται λιγότερο επιβλητική, λιγότερο άγρια. Από το φίδι, μέχρι τον θάνατο του αγαπημένου άλλου, από την αρρώστια κι ως την ανεργία, αν έχεις αναμετρηθεί μ' αυτό που φοβόσουν, πια ξέρεις πως δε χάθηκε ο κόσμος. Αυτός θα χαθεί άπαξ, για τον καθένα, και τότε φοβαμαι δε θα' μάστε εδώ να μιλάμε πια ούτε για φόβο, ούτε για τίποτα.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσεις σε λίγο, μικρή μου και θα διακοπεί αιφνίδια αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί σου ως συνομίληκή μου, σχεδόν. Κι έτσι πρέπει να συντομεύω. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο φόβος προστατεύει. Αν φοβάσαι μην καείς δε θα πέσεις στη φωτιά. Ο φόβος φυλακίζει. Αν φοβάσαι πως θα καείς, κι αν ακόμα δε πέσεις στη φωτιά, θα' χεις χάσει μια ζωή υπόδουλος στο τέρας, ανελεύθερος, μια ζωή αβίωτη. Χωρίς βίωμα. Αυτό που τόσο σε έσκιαζε δε το έζησες , δεν ήρθατε πρόσωπο με πρόσωπο, δε το γνώρισες. Φοβόσουν το ανύπαρκτο. Και δε ξέρω αν αξίζει.
Ο φόβος έχει πάντοτε ένα διακύβευμα. Έρχεται σα ληστής και σαν προστάτης. Θα μείνεις άνεργος σου λέει. Σκάσε λοιπόν. Δούλευε σα σκυλί. Και γλείφε. Και μη δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει. Γιατί θα πάψει να σε ταϊζει. Και τι θα απογίνεις; Έρχεται και σε προστατεύει. Σου μαθαίνει πως για να μη συμβεί το φοβερό κακό θα κάνεις αυτό κι εκείνο. Και την ίδια στιγμή σου ληστεύει την αξιοπρέπειά σου. Που αξίζει. Όσο τίποτα, λατρεία μου. Γι' αυτό σου λέω, όταν έρχεται, στάσου όρθια απέναντί του και ρώτα τον ποιο είναι το διακύβευμα. Αυτό μη το φοβηθείς.
Του κανενός το ρόδο (Niemandsrose)
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο, όπως έγραφε κι ο Χικμέτ μέσα απ' τις φυλακές, σήμερα είναι του Αγίου Φόβου, του ερημοφυλάκτη. Του Αγίου για όσους τον προσκυνούν. Του απατεώνα για όσους τον αντιμάχονται. Έτσι οι φοβομάχοι κήρυξαν την 7η του Φλεβάρη πόλεμο στους φοβοκλάστες. Σωστά μάντεψες, ψυχή μου. Πάλι δε τα κατάφερα να ανήκω σε κάποια από τις δυο ομάδες. Μάλλον πάσχω από belongingphobia. Αν και η συμπάθειά μου προς τους φοβομάχους είναι μάλλον φανερή. Κουβεντιάζοντάς το όμως μαζί σου, κάπου θα καταλήξω. Έτσι δεν κάνουμε πάντοτε;
Ο Άγιος Φόβος είναι ο προστάτης των αδυνάτων. Έτσι διαδίδουν οι δυνατοί και οι πιστοί τους υπηκόοι. Φυλάει τα έρημα. Όσους ζουν μετά φόβου Θεού. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου συνήθως έχουν λιγοστά και τρέμουν μη τα χάσουν. Αν έχεις πολλά, φοβάσαι λιγότερο την απώλεια. Κι αν έχεις καταστραφεί και δεν έχεις πια τίποτε να χάσεις, τότε πια είσαι επικίδυνος, όπως έλεγε στο Μοιραίο Πάθος η Ζυλιέτ Μπινός, κατεβαίνοντας τις σκάλες με το πτώμα του εραστή της να κείται νεκρό στο πάτωμα. Τότε πια όμως τότε πια έχεις απελευθερωθεί από τον φόβο. Οι πιστοί του Αγίου Φόβου. Τους βλέπεις πώς διπλοκλειδώνουν τις πόρτες, πώς μισούν ό,τι κι όποιον δε γνωρίζουν, πόσο βαθιά σκύβουν στον ισχυρό, πόσο γαντζωμένοι είναι στους θεούς, πόσο σφιγμένα είναι τα χείλη τους, πόσο εγκρατείς είναι στο δόσιμό τους, πόσο επιφυλακτικό είναι το βλέμμα τους, πώς σε ζυγίζουν, πώς σε μετρούν, πώς σε υποπτεύονται, πόσους σταυρούς φορούν, πόσες βαμβακερές φανέλλες, πόσα φυλαχτά, πόσος κρύος ιδρώτας στις ράχες τους, πώς περπατούν προσεκτικά, πώς έχουν το νου τους, πώς δεν έχουν την καρδιά τους, πόσο δεν καταστρέφονται, πόσο ανέραστοι μπορούν να γίνουν, πόσο δηλητηριάζουν τα παιδιά τους, πόσο φυλάγονται από το άγνωστο. Δε θα τους έβρισκες ποτέ στο Whisky a Go Go του Los Angeles να ουρλιάζουν με τον Τζίμ Μόρρισον "The future is uncertain and the end is always near", ξορκίζοντας τον κοινό, τον πανανθρώπινο φόβο. Τον μόνο σεβαστό. Του θανάτου.
Ο φόβος. Ένα τέρας με απροσδιόριστη μορφή, όταν το βλέπεις να' ρχεται από μακριά. Όταν το βλέπεις. Όσο είναι ακόμη μακριά. Όταν παρέλθει, όταν συντελεστεί ο ερχομός του, οταν πραγματωθεί το φεύ, δεν είναι παρά ένα βίωμα. Δεν είναι παρά άλλη μια εμπειρία, συχνά μάλιστα λιγότερο πικρή από την αναπάντεχη, αυτή που δε φοβήθηκες πως θά'ρθει. Κι αργότερα, που ο χρόνος θα τα σμιλέψει όλα, θα στρογγυλέψει τις αιχμές τω γεγονότων, θα γίνει απλώς μια ανάμνηση. Ο φόβος, αυτό το πελώριο τέρας με τη θολή μορφή, παίρνει μορφή και περιεχόμενο όταν γίνει βίωμα. Ξέρεις το πρόσωπό του και συνήθως δεν σε ξεπερνά στο ανάστημα. Είναι ίσα μ' εσένα. Γι' αυτό επιβίωσες.
Όσο είναι μακριά, κάπου στο μέλλον, κάπου στη σκέψη, κάπου στη φαντασία μας, υπάρχει. Μετά φλαπ, σκάει σα μπαλόνι. Από μακριά παίρνει την τερατώδη του μορφή αυτή που σου κόβει τα γόνατα, που σε βουλιάζει στις μαύρες σκέψεις, που σε απελπιζει. Κι έπειτα, όταν περάσει, η όψη του κατά κανόνα γίνεται λιγότερο επιβλητική, λιγότερο άγρια. Από το φίδι, μέχρι τον θάνατο του αγαπημένου άλλου, από την αρρώστια κι ως την ανεργία, αν έχεις αναμετρηθεί μ' αυτό που φοβόσουν, πια ξέρεις πως δε χάθηκε ο κόσμος. Αυτός θα χαθεί άπαξ, για τον καθένα, και τότε φοβαμαι δε θα' μάστε εδώ να μιλάμε πια ούτε για φόβο, ούτε για τίποτα.
Φοβάμαι πως θα ξυπνήσεις σε λίγο, μικρή μου και θα διακοπεί αιφνίδια αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί σου ως συνομίληκή μου, σχεδόν. Κι έτσι πρέπει να συντομεύω. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο φόβος προστατεύει. Αν φοβάσαι μην καείς δε θα πέσεις στη φωτιά. Ο φόβος φυλακίζει. Αν φοβάσαι πως θα καείς, κι αν ακόμα δε πέσεις στη φωτιά, θα' χεις χάσει μια ζωή υπόδουλος στο τέρας, ανελεύθερος, μια ζωή αβίωτη. Χωρίς βίωμα. Αυτό που τόσο σε έσκιαζε δε το έζησες , δεν ήρθατε πρόσωπο με πρόσωπο, δε το γνώρισες. Φοβόσουν το ανύπαρκτο. Και δε ξέρω αν αξίζει.
Ο φόβος έχει πάντοτε ένα διακύβευμα. Έρχεται σα ληστής και σαν προστάτης. Θα μείνεις άνεργος σου λέει. Σκάσε λοιπόν. Δούλευε σα σκυλί. Και γλείφε. Και μη δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει. Γιατί θα πάψει να σε ταϊζει. Και τι θα απογίνεις; Έρχεται και σε προστατεύει. Σου μαθαίνει πως για να μη συμβεί το φοβερό κακό θα κάνεις αυτό κι εκείνο. Και την ίδια στιγμή σου ληστεύει την αξιοπρέπειά σου. Που αξίζει. Όσο τίποτα, λατρεία μου. Γι' αυτό σου λέω, όταν έρχεται, στάσου όρθια απέναντί του και ρώτα τον ποιο είναι το διακύβευμα. Αυτό μη το φοβηθείς.
No comments:
Post a Comment