Από το ιστολόγιο:
L’enfant de la haute mer (L’enfant de la haute mer)
οι Ρωμαϊκές élite χειρίστηκαν τον φόβο
το χάρτινο θηρίο μου, το κουρελοφορεμένο σκιάχτρο, το τέρας το αποτρόπαιο, τον Φόβο, δεν τον περιμένω αύριο, ποτέ δεν δώσαμε ραντεβού… γιατί είναι κιόλας εδώ… εδώ και πολύ καιρό: θα πω «από πάντα»… παρ’όλο που σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που ζω τώρα και εδώ και όχι κάποτε και αλλού… που δεν έχουμε πόλεμο (τον κανονικό εννοώ), δεν έχουμε πανδημίες … όμως φοβάμαι κάθε στιγμή και παντού… ποτέ κοινωνία δεν φοβήθηκε περισσότερο το αύριο… κι εγώ μαζί της…
ο φόβος μου είναι τόσο οικείος, κομμάτι μου, βίωμα, καθημερινότητα:
φοβάμαι να εκτεθώ, φοβάμαι να είμαι μόνη, φοβάμαι τους άλλους, φοβάμαι τους ξένους… φοβάμαι τον απέναντι οδηγό… φοβάμαι τα ζωάκια που διασχίζουν τον δρόμο χωρίς να με προειδοποιήσουν … φοβάμαι ν’αγαπήσω, φοβάμαι ν’αφεθώ να νιώσω, φοβάμαι να ζω, φοβάμαι να χαθώ, φοβάμαι το άγνωστο… σφίγγω την τσάντα μου σπασμωδικά στο στήθος… φοβάμαι ν’ανταλλάξω, φοβάμαι να συναντήσω… κι αν φοβάται και ο απέναντι… ποιος θα επιτεθεί πρώτος; Φοβάμαι να χάσω τον ζωτικό μου χώρο, την ταυτότητα μου… κι ας μην ξέρω καλά-καλά τις σημαίνουν… φοβάμαι μην πάψω να είμαι «εγώ»…
φόβος για την κλιματική αλλαγή, την όξινη βροχή, τον ήλιο που προκαλεί καρκίνο, τα μεταλλαγμένα… φόβος γιατί μου λείπουν πράγματα από το καλάθι του σούπερ μάρκετ, απ’τη ντουλάπα μου… φόβος πως είμαι χοντρή, πως είμαι αδύνατη, πως δεν ανήκω στη «νόρμα», φόβος πως παρα-είμαι νορμάλ, φοβάμαι μήπως έχω χοληστερίνη, φοβάμαι που πίνω γάλα, που τρώω αλάτι, ζάχαρη, κρέας…
φοβάμαι μην τα χάσω όλα, φοβάμαι το αφεντικό, το ανθ-υπο-αφεντικό… φοβάμαι το καρφί τον συνάδελφο… ο φόβος της ανεργίας, της εξαθλίωσης είναι ο μεγαλύτερος, φοβάμαι να μην βρεθώ στην άλλη μεριά, πως δεν θα τα βγάλω πέρα… φοβάμαι τον ταχυδρόμο, που δεν φέρνει πια παρά μόνο λογαριασμούς… φοβάμαι πως θα μου λείψουν τα χρήματα, πως θα χάσω το σπίτι μου, τον άντρα μου, το παιδί μου, τη γάτα μου… φοβάμαι μην αρρωστήσω, μην κάνω ρυτίδες, μην ασπρίσουν τα μαλλιά μου… φοβάμαι να κάνω έρωτα μην κολλήσω αρρώστιες… φοβάμαι να δείξω αδύναμη, να είμαι θύμα… φοβάμαι το σύστημα που με μηρυκάζει, φοβάμαι την αστυνομία… φοβάμαι τις κατσαρίδες… φοβάμαι ν’αλλάξω, φοβάμαι το αύριο, φοβάμαι να ζήσω… φοβάμαι ακόμη και να κοιταχτώ στον καθρέφτη…
φοβάμαι τη μαμά μου, φοβάμαι το παιδί μου, φοβάμαι τους νέους… τους ηλικιωμένους που παραέγιναν πολλοί και απαιτητικοί… που δεν θέλουν να «φύγουν» και να μας «κάνουν τόπο» (και ποιος θα πληρώσει τις συντάξεις μας;)… φοβάμαι την εξαθλίωση… όχι μόνο την δική μου, μα και των άλλων…
φοβάμαι να είμαι αλληλέγγυα, ν’αποφασίσω, να διαλέξω… φοβάμαι να κάνω λάθος…. πάντα «παλιά ήταν καλύτερα»…
φοβάμαι να βγω, φοβάμαι να μείνω μέσα, φοβάμαι τους Κινέζους που είναι η ανερχόμενη οικονομία, φοβάμαι τους τρομοκράτες… φοβάμαι το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο, τους «ιούς» που σβήνουν αρχεία, κι αυτούς που κλέβουν τα τραπεζικά μου δεδομένα… φόβος παντού: στο πιάτο μου, στον υπολογιστή, στο κρεβάτι μου, στη δουλειά μου, στο σπίτι μου, στο δρόμο…. «φοβάμαι την ενημέρωση»… αυτήν κι αν την φοβάμαι…
αυτοί είναι φόβοι, μερικοί από τους φόβους, κάποιοι … μέσα μας κι έξω μας
κι έπειτα, εκείνος ο Φόβος που μου «φυτεύει» η κάθε λογής εξουσία, όλοι αυτοί που κατασκοπεύουν την κάθε μου κίνηση, από τις κάμερες παρακολούθησης, ως τα ηλεκτρονικά μου ίχνη…. η κοινωνία του ελέγχου που παρασιτεί στη ζωή μου, της πίνει το αίμα, την απομυζά…. ο πανταχού παρών Φόβος που μοιράζεται πια σε όλους, όλο και πιο «δημοκρατικά» και αλώνει την ζωή μου… ο Φόβος που απαιτεί να γίνει η «κανονική» μου κατάσταση και να χτυπά στην καρδιά μου σαν να είναι ο πραγματικός παλμός της ζωής… ο Φόβος που διασπείρει και δυσανάλογα διογκώνει η προπαγάνδα της εξουσίας καθώς αποζητά να με ελέγξει, να με εγκλωβίσει… στις μέρες μου και στις νύχτες μου ακούω: «κανείς δεν ξέρει πια τι του ξημερώνει»… κι όμως η εξουσία φοβάται, εκείνη κυρίως φοβάται κι ας χρησιμοποιεί τη βία και τον εκφοβισμό για να επιβάλει την κυριαρχία της… η εξουσία ελέγχει την πληροφόρηση και τη διαχειρίζεται πολιτικά σε βάρος των λαϊκών μαζών: είναι γι’αυτό μια φοβική εξουσία.
ο Φόβος θερίζει τα σωθικά μου σαν άγριος άνεμος, στρεβλώνει την κρίση μου, με τυφλώνει, με αποπροσανατολίζει… με κάνει ηλίθια… είναι ένα γλιστερό λαδωμένο χαλί πάνω στο οποίο παραπατάει η ζωή μου, κάθε φορά που αρνούμαι να δω πόσο αξίζει… είναι το βρώμικο τζάμι που μου κρύβει τον ήλιο που λάμπει και με αναγκάζει να γυρνώ την πλάτη στη ζωή… είναι το αποτρόπαιο Τέρας που χωνεύει τα μέσα μου, είναι η άβυσσος που με καταπίνει, ο εφιάλτης που δεν μ’αφήνει… μια κραυγή που δεν έχει ήχο… ένας ατέλειωτος ψυχικός κολικός…
κι όμως οι φόβοι μου, ο Φόβος, δεν με γλιτώνει από τίποτε, δεν μπορεί να με προστατεύσει… δεν με γιατρεύει, δεν με κάνει πιο δυνατή, δεν εμποδίζει την γή να συνεχίσει να γυρίζει…
Βρίσκω την αισιοδοξία, το θάρρος, την οργή και την ελπίδα και αντιμετωπίζω τον φόβο, τον αναγνωρίζω, τον εκλογικεύω, τον επιστρέφω σ’εκείνους που έχουν να χάσουν: κι αυτή είναι η υπεροχή μου !
Δείτε:
1.-από εδώ: “…Ο Τίτος Λίβιος προσυπογράφει σε διάφορα κείμενα την πεποίθηση ότι οι élite της Ρώμης «μεταχειρίστηκαν» τον φόβο με σκοπό την αποπολιτικοποίηση των μαζών. Υποστήριζε ότι, αντιμέτωπες με έναν πόλεμο με τους Volsci, οι élite της Ρώμης «επινόησαν νέους εχθρούς» προκειμένου «να καταστείλουν τις ελευθερίες του Λαού της Ρώμης».
Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, ο φόβος θα μπορούσε έτσι να χρησιμοποιηθεί από τους πολιτικούς ηγέτες για να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους, συμπεριλαμβανόμενης και της εξάλειψης της δυσαρέσκειας της μάζας. Όπως και ο Πολύβιος, ο Τίτος Λίβιος υποστηρίζει ότι η Ρώμη πήγε στον πόλεμο με τη Λιγουρία το 187 π.Χ. επειδή οι Ρωμαϊκές élite, καταλαβαίνοντας τη σημασία του hostilis metus (ή το δόγμα του Σαλούστιου: αναφέρεται στη χρησιμότητα της διατήρησης του φόβου προς τον αντίπαλο ως στοιχείο το οποίο αναγκάζει τον νικητή να διατηρεί οξυμένες τις αισθήσεις του μέσα στη διεθνή αρένα και να μην καταλήγει στην ύβρι διαμέσου της υπέρμετρης σιγουριάς και ασφάλειας που θα νιώσει όταν ο αντίπαλος θα πάψει να διαγράφει τον βιοϊστορικό του κύκλο. Το δόγμα του Σαλούστιου αναφέρεται στην αναγκαιότητα της ύπαρξης των αντιπάλων ως βάση διατήρησης της αντιληπτικής ικανότητας της εθνοκρατικής οντότητας απέναντι στους διαρκείς κινδύνους που προκύπτουν μέσα από το άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα*), πίστευαν ότι ο πόλεμος θα βοηθούσε «να κρατηθεί ζωντανή η στρατιωτική πειθαρχία των Ρωμαίων κατά τη διάρκεια των μικρών διαστημάτων μεταξύ των μεγάλων πολέμων τους.» Ένας τέτοιος εχθρός ήταν απαραίτητος επειδή η ρωμαϊκή αρετή είχε μειωθεί με την κατάκτηση της Ασίας…”
Κι ακόμη: “…Κι ακόμη λίγος Τίτος Λίβιος : «Αντί να εξαγριώνονται όλοι μαζί, ο φόβος τους υπέταξε καθέναν ξεχωριστά!!..»
2.- Δείτε και : Ο Κικέρων και η εξάπλωση της Ρωμαϊκής Τυραννίας
Αυτή η ανάρτηση γράφτηκε για την «Ημέρα ενάντια στο φόβο». Δείτε τα όλα εδώ.
L’enfant de la haute mer (L’enfant de la haute mer)
οι Ρωμαϊκές élite χειρίστηκαν τον φόβο
για να αποπολιτικοποιήσουν τις μάζες (Τίτος Λίβιος)
το χάρτινο θηρίο μου, το κουρελοφορεμένο σκιάχτρο, το τέρας το αποτρόπαιο, τον Φόβο, δεν τον περιμένω αύριο, ποτέ δεν δώσαμε ραντεβού… γιατί είναι κιόλας εδώ… εδώ και πολύ καιρό: θα πω «από πάντα»… παρ’όλο που σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που ζω τώρα και εδώ και όχι κάποτε και αλλού… που δεν έχουμε πόλεμο (τον κανονικό εννοώ), δεν έχουμε πανδημίες … όμως φοβάμαι κάθε στιγμή και παντού… ποτέ κοινωνία δεν φοβήθηκε περισσότερο το αύριο… κι εγώ μαζί της…
ο φόβος μου είναι τόσο οικείος, κομμάτι μου, βίωμα, καθημερινότητα:
φοβάμαι να εκτεθώ, φοβάμαι να είμαι μόνη, φοβάμαι τους άλλους, φοβάμαι τους ξένους… φοβάμαι τον απέναντι οδηγό… φοβάμαι τα ζωάκια που διασχίζουν τον δρόμο χωρίς να με προειδοποιήσουν … φοβάμαι ν’αγαπήσω, φοβάμαι ν’αφεθώ να νιώσω, φοβάμαι να ζω, φοβάμαι να χαθώ, φοβάμαι το άγνωστο… σφίγγω την τσάντα μου σπασμωδικά στο στήθος… φοβάμαι ν’ανταλλάξω, φοβάμαι να συναντήσω… κι αν φοβάται και ο απέναντι… ποιος θα επιτεθεί πρώτος; Φοβάμαι να χάσω τον ζωτικό μου χώρο, την ταυτότητα μου… κι ας μην ξέρω καλά-καλά τις σημαίνουν… φοβάμαι μην πάψω να είμαι «εγώ»…
φόβος για την κλιματική αλλαγή, την όξινη βροχή, τον ήλιο που προκαλεί καρκίνο, τα μεταλλαγμένα… φόβος γιατί μου λείπουν πράγματα από το καλάθι του σούπερ μάρκετ, απ’τη ντουλάπα μου… φόβος πως είμαι χοντρή, πως είμαι αδύνατη, πως δεν ανήκω στη «νόρμα», φόβος πως παρα-είμαι νορμάλ, φοβάμαι μήπως έχω χοληστερίνη, φοβάμαι που πίνω γάλα, που τρώω αλάτι, ζάχαρη, κρέας…
φοβάμαι μην τα χάσω όλα, φοβάμαι το αφεντικό, το ανθ-υπο-αφεντικό… φοβάμαι το καρφί τον συνάδελφο… ο φόβος της ανεργίας, της εξαθλίωσης είναι ο μεγαλύτερος, φοβάμαι να μην βρεθώ στην άλλη μεριά, πως δεν θα τα βγάλω πέρα… φοβάμαι τον ταχυδρόμο, που δεν φέρνει πια παρά μόνο λογαριασμούς… φοβάμαι πως θα μου λείψουν τα χρήματα, πως θα χάσω το σπίτι μου, τον άντρα μου, το παιδί μου, τη γάτα μου… φοβάμαι μην αρρωστήσω, μην κάνω ρυτίδες, μην ασπρίσουν τα μαλλιά μου… φοβάμαι να κάνω έρωτα μην κολλήσω αρρώστιες… φοβάμαι να δείξω αδύναμη, να είμαι θύμα… φοβάμαι το σύστημα που με μηρυκάζει, φοβάμαι την αστυνομία… φοβάμαι τις κατσαρίδες… φοβάμαι ν’αλλάξω, φοβάμαι το αύριο, φοβάμαι να ζήσω… φοβάμαι ακόμη και να κοιταχτώ στον καθρέφτη…
φοβάμαι τη μαμά μου, φοβάμαι το παιδί μου, φοβάμαι τους νέους… τους ηλικιωμένους που παραέγιναν πολλοί και απαιτητικοί… που δεν θέλουν να «φύγουν» και να μας «κάνουν τόπο» (και ποιος θα πληρώσει τις συντάξεις μας;)… φοβάμαι την εξαθλίωση… όχι μόνο την δική μου, μα και των άλλων…
φοβάμαι να είμαι αλληλέγγυα, ν’αποφασίσω, να διαλέξω… φοβάμαι να κάνω λάθος…. πάντα «παλιά ήταν καλύτερα»…
φοβάμαι να βγω, φοβάμαι να μείνω μέσα, φοβάμαι τους Κινέζους που είναι η ανερχόμενη οικονομία, φοβάμαι τους τρομοκράτες… φοβάμαι το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο, τους «ιούς» που σβήνουν αρχεία, κι αυτούς που κλέβουν τα τραπεζικά μου δεδομένα… φόβος παντού: στο πιάτο μου, στον υπολογιστή, στο κρεβάτι μου, στη δουλειά μου, στο σπίτι μου, στο δρόμο…. «φοβάμαι την ενημέρωση»… αυτήν κι αν την φοβάμαι…
αυτοί είναι φόβοι, μερικοί από τους φόβους, κάποιοι … μέσα μας κι έξω μας
κι έπειτα, εκείνος ο Φόβος που μου «φυτεύει» η κάθε λογής εξουσία, όλοι αυτοί που κατασκοπεύουν την κάθε μου κίνηση, από τις κάμερες παρακολούθησης, ως τα ηλεκτρονικά μου ίχνη…. η κοινωνία του ελέγχου που παρασιτεί στη ζωή μου, της πίνει το αίμα, την απομυζά…. ο πανταχού παρών Φόβος που μοιράζεται πια σε όλους, όλο και πιο «δημοκρατικά» και αλώνει την ζωή μου… ο Φόβος που απαιτεί να γίνει η «κανονική» μου κατάσταση και να χτυπά στην καρδιά μου σαν να είναι ο πραγματικός παλμός της ζωής… ο Φόβος που διασπείρει και δυσανάλογα διογκώνει η προπαγάνδα της εξουσίας καθώς αποζητά να με ελέγξει, να με εγκλωβίσει… στις μέρες μου και στις νύχτες μου ακούω: «κανείς δεν ξέρει πια τι του ξημερώνει»… κι όμως η εξουσία φοβάται, εκείνη κυρίως φοβάται κι ας χρησιμοποιεί τη βία και τον εκφοβισμό για να επιβάλει την κυριαρχία της… η εξουσία ελέγχει την πληροφόρηση και τη διαχειρίζεται πολιτικά σε βάρος των λαϊκών μαζών: είναι γι’αυτό μια φοβική εξουσία.
ο Φόβος θερίζει τα σωθικά μου σαν άγριος άνεμος, στρεβλώνει την κρίση μου, με τυφλώνει, με αποπροσανατολίζει… με κάνει ηλίθια… είναι ένα γλιστερό λαδωμένο χαλί πάνω στο οποίο παραπατάει η ζωή μου, κάθε φορά που αρνούμαι να δω πόσο αξίζει… είναι το βρώμικο τζάμι που μου κρύβει τον ήλιο που λάμπει και με αναγκάζει να γυρνώ την πλάτη στη ζωή… είναι το αποτρόπαιο Τέρας που χωνεύει τα μέσα μου, είναι η άβυσσος που με καταπίνει, ο εφιάλτης που δεν μ’αφήνει… μια κραυγή που δεν έχει ήχο… ένας ατέλειωτος ψυχικός κολικός…
κι όμως οι φόβοι μου, ο Φόβος, δεν με γλιτώνει από τίποτε, δεν μπορεί να με προστατεύσει… δεν με γιατρεύει, δεν με κάνει πιο δυνατή, δεν εμποδίζει την γή να συνεχίσει να γυρίζει…
Βρίσκω την αισιοδοξία, το θάρρος, την οργή και την ελπίδα και αντιμετωπίζω τον φόβο, τον αναγνωρίζω, τον εκλογικεύω, τον επιστρέφω σ’εκείνους που έχουν να χάσουν: κι αυτή είναι η υπεροχή μου !
Δείτε:
1.-από εδώ: “…Ο Τίτος Λίβιος προσυπογράφει σε διάφορα κείμενα την πεποίθηση ότι οι élite της Ρώμης «μεταχειρίστηκαν» τον φόβο με σκοπό την αποπολιτικοποίηση των μαζών. Υποστήριζε ότι, αντιμέτωπες με έναν πόλεμο με τους Volsci, οι élite της Ρώμης «επινόησαν νέους εχθρούς» προκειμένου «να καταστείλουν τις ελευθερίες του Λαού της Ρώμης».Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, ο φόβος θα μπορούσε έτσι να χρησιμοποιηθεί από τους πολιτικούς ηγέτες για να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους, συμπεριλαμβανόμενης και της εξάλειψης της δυσαρέσκειας της μάζας. Όπως και ο Πολύβιος, ο Τίτος Λίβιος υποστηρίζει ότι η Ρώμη πήγε στον πόλεμο με τη Λιγουρία το 187 π.Χ. επειδή οι Ρωμαϊκές élite, καταλαβαίνοντας τη σημασία του hostilis metus (ή το δόγμα του Σαλούστιου: αναφέρεται στη χρησιμότητα της διατήρησης του φόβου προς τον αντίπαλο ως στοιχείο το οποίο αναγκάζει τον νικητή να διατηρεί οξυμένες τις αισθήσεις του μέσα στη διεθνή αρένα και να μην καταλήγει στην ύβρι διαμέσου της υπέρμετρης σιγουριάς και ασφάλειας που θα νιώσει όταν ο αντίπαλος θα πάψει να διαγράφει τον βιοϊστορικό του κύκλο. Το δόγμα του Σαλούστιου αναφέρεται στην αναγκαιότητα της ύπαρξης των αντιπάλων ως βάση διατήρησης της αντιληπτικής ικανότητας της εθνοκρατικής οντότητας απέναντι στους διαρκείς κινδύνους που προκύπτουν μέσα από το άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα*), πίστευαν ότι ο πόλεμος θα βοηθούσε «να κρατηθεί ζωντανή η στρατιωτική πειθαρχία των Ρωμαίων κατά τη διάρκεια των μικρών διαστημάτων μεταξύ των μεγάλων πολέμων τους.» Ένας τέτοιος εχθρός ήταν απαραίτητος επειδή η ρωμαϊκή αρετή είχε μειωθεί με την κατάκτηση της Ασίας…”
Κι ακόμη: “…Κι ακόμη λίγος Τίτος Λίβιος : «Αντί να εξαγριώνονται όλοι μαζί, ο φόβος τους υπέταξε καθέναν ξεχωριστά!!..»
2.- Δείτε και : Ο Κικέρων και η εξάπλωση της Ρωμαϊκής Τυραννίας
Αυτή η ανάρτηση γράφτηκε για την «Ημέρα ενάντια στο φόβο». Δείτε τα όλα εδώ.
No comments:
Post a Comment